- κόπρος
- Αρχαίος αττικός δήμος της Ιπποθοωντίδας φυλής. Βρισκόταν στο ομώνυμο νησί, το οποίο ορισμένοι νεότεροι ιστορικοί ταυτίζουν με το σημερινό Γαϊδουρονήσι, άλλοι με τη Λέρο και άλλοι με κάποιο νησάκι που υπήρχε κοντά στην Ελευσίνα, το οποίο σταδιακά εξαφανίστηκε από τις προσχώσεις του Κηφισού. Οι κάτοικοι του Κ., οι Κόπρειοι, αναφέρονται συχνά στα έργα του Αριστοφάνη.
* * *(I)η (ΑM κόπρος, ἡ, Μ και κοπρός, ἡ και κόπρος, ὁ)1. αποπάτημα, περίττωμα, σκατά («καὶ τὸ μὲν εὖ κατέθηκε κατακρύψας ὑπὸ κόπρῳ», Ομ. Οδ.)2. το λίπασμα που προέρχεται από τα κόπρανα, κοπριά, κόπρισμα («οἷον καὶ ἡ κόπρος, πάντων τῶν φυτῶν ταῑς μὲν ῥίζαις ἀγαθὸν παραβαλλομένης», Πλάτ.)3. συσσωρευμένη κοπριά, σωρός κοπριάς («η κόπρος τού Αυγείου»)4. κοπρώνας5. ακαθαρσία, βρομιάνεοελλ.μτφ. σκάνδαλα, βρόμικες υποθέσεις, ιδίως στο δημόσιο.[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα *kokwr- / n- τής ΙΕ ρίζας *kekwr- / n- «κοπριά». Συνδέεται με τα αρχ. ινδ. śakr-t και śakn-ah «κοπριά» που εμφανίζουν την αρχική μορφή τού ονόματος, δηλ. αθέματο ουδ. σε r- / n-, από το οποίο με θεματικό μεταπλασμό προέκυψε ο τ. κόπρος. Συνδέεται ίσως και με το λιθουαν. šiku, šikti «αφοδεύω».ΠΑΡ. κόπρανα, κοπρία(-ιά), κοπρίζω, κόπρινος, κοπρώ, κοπρώδης, κοπρώναρχ.κοπρεαίος, κόπρειος, κοπρεύω, κοπρίας, κοπρικός, κοπροσύνηαρχ.-μσν.κοπρία, κόπριον, κόπρονμσν.κοπρέα, κοπρεών, κοπρηρόςνεοελλ.κοπρίτης, κόπρος, ο.ΣΥΝΘ. κοπραγωγός, κοπροβόρος, κοπροδοχείον, κοπροδόχος, κοπρολόγος, κοπρολογώ, κοπροφάγοςαρχ.κοπραγωγώ, κοπρηγία, κοπρηγός, κοπρηγώ, κοπροβόλος, κοπροθήκη, κοπροποιός, κοπροποιώ, κοπροφαγώ, κοπροφορά, κοπροφόρος, κοπροφορώ, κοπρώνηςαρχ.-μσν.κοπροξύστηςμσν.κοπροαναθρεμμένος, κορποβολείον, κοπρογενής, κοπρογέννητος, κοπρογράφος, κοπροδίαιτος, κοπροδότης, κοπροζάγαρος, κοπροθέσιον, κοπρόμοχθος, κοπρόνους, κοπροπαραγέμιστος, κοπροπηλόφυρτος, κοπροπιγούνα, κοπρόφυρτοςμσν.- νεοελλ.κοπρόστομος, κοπρώνυμοςνεοελλ.κοπρολαγνεία, κοπρόλακκος, κοπρολαλία, κοπρόλιθος, κοπρολογία, κοπρομηχανή, κοπροπορφυρίνη, κοπρόρρυγχος, κοπροσκούληκας, κοπροσκυλιάζω, κοπρόσκυλο, κόπροσμα, κοπροστάσι, κοπροστασία, κοπροστερόλη, κοπροφαγία, κοπροφιλία, κοπροφιλίδες, κοπρόφιλος, κοπρόφτυαρο, κοπροχόος, κοπρόχωμα].————————(II)ο [κόπρος (Ι)]κοπρόσκυλο, κοπρίτης.
Dictionary of Greek. 2013.